- βαριαρρωστώ
- βαριαρρωστάω / βαριαρρωστώ, βαριαρρώστησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαριαρρωστώ — και βαριαρρωσταίνω ησα, βαριαρρωστημένος, αρρωσταίνω βαριά, σοβαρά: Βαριαρρώστησε με πνευμονία και βρίσκεται στο νοσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαριαρρωσταίνω — και βαριαρρωστώ (Μ βαριαρρωστῶ, άω) είμαι βαριά άρρωστος … Dictionary of Greek
βαριαρρωστάω — / βαριαρρωστώ, βαριαρρώστησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής